παρακατάβασις

παρακατάβασις
-άσεως, ή, Α [παρακαταβαίνω]
(ως νομ. όρος στο αττ. δίκ.) η απάντηση εκ μέρους τού κατηγορουμένου στην αναίρεση τής απολογίας του εκ μέρους τού κατηγόρου, ανταπάντηση («προτέρων τε καὶ ὑστέρων λήξεις ἀποκρίσεών τε ἀνάγκας καὶ παρακαταβάσεων», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρακαταβάσεων — παρακαταβάσεω̆ν , παρακατάβασις rejoinder fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”